- ασπιδόδηκτος
- ἀσπιδόδηκτος, -ον (Α)αυτός που τον δάγκωσε ασπίδα*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς (-ίδος) + -δηκτος < δάκνω (πρβλ. άδηκτος, καρδιόδηκτος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀσπιδοδήκτοις — ἀσπιδόδηκτος bitten by an adder masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπιδοδήκτους — ἀσπιδόδηκτος bitten by an adder masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπιδοδήκτων — ἀσπιδόδηκτος bitten by an adder masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπιδόδηκτοι — ἀσπιδόδηκτος bitten by an adder masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… … Dictionary of Greek